- πρωτοπαθοῦς
- πρωτοπαθήςaffected firstmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυστίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης. Είναι συχνή πάθηση, μερικές φορές πρωτοπαθής, συχνότερα όμως δευτεροπαθής, και παρουσιάζεται ως συνέπεια άλλων βλαβών που εντοπίζονται στην ίδια την κύστη ή σε άλλα όργανα που βρίσκονται σε έμμεση ή… … Dictionary of Greek
μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά … Dictionary of Greek
πρωτοπάθεια — η, ΝΑ [πρωτοπαθῶ] η ιδιότητα τού πρωτοπαθούς νεοελλ. ιατρ. αυτόνομη πάθηση η οποία δεν είναι επακόλουθο ή αποτέλεσμα άλλης νόσου … Dictionary of Greek
υποαλδοστερονισμός — ο, Ν ιατρ. μειωμένη έκκριση αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια, που εμφανίζεται επί πρωτοπαθούς ανεπαρκείας τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων και συνοδεύεται κατά κανόνα από μείωση τής έκκρισης υδροκορτιζόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,… … Dictionary of Greek